- μπατάλης, -α, -ικο
- (λ. τουρκ.), δυσκίνητος, πλαδαρός, άχαρος: Έγινε μπατάλης από την τεμπελιά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπατάλης — ο, θηλ. άλισσα και άλα, ουδ. ικο 1. (για πρόσωπα) υπερβολικά μεγαλόσωμος, πλαδαρός, άκομψος, άχαρος και δυσκίνητος 3. (για πράγματα) χονδροειδής, κακότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. battal] … Dictionary of Greek